Γκαετάνο

Γκαετάνο
(Gaetano, 1480 – 1547). Ιταλός θεολόγος. Ίδρυσε μαζί με τον καρδινάλιο Καράφα το 1517 το Τάγμα της Θείας Αγάπης, που αργότερα μετονομάστηκε Τάγμα των Κανονικών ΚληρικώνΘεατίνων. Ο Γ. εορτάζεται ως άγιος από τους καθολικούς στις 7 Αυγούστου. Ο Γκαετάνο ντα Τιένε σε πίνακα του Τζ. Τιέπολο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κοχ, Γκαετάνο — (Gaetano Koch, Ρώμη 1849 – 1910). Ιταλός αρχιτέκτονας, αυστριακής καταγωγής. Ήταν ανιψιός του ζωγράφου Γιόζεφ Άντον Κοχ (βλ. λ.) και υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της αρχιτεκτονικής στη Ρώμη στο τέλος του 19ου αι. Τα έργα του είναι εμπνευσμένα …   Dictionary of Greek

  • Ντονιτσέτι, Γκαετάνο — (Gaetano Donizetti, Μπέργκαμο 1797 – 1848). Ιταλός μουσικός. Από φτωχή οικογένεια, άρχισε νεώτατος να σπουδάζει μουσική πρώτα στο Μπέργκαμο και κατόπιν στη Μπολόνια. Πολύ γρήγορα ασχολήθηκε με το μελόδραμα και παρουσίασε την πρώτη του όπερα το… …   Dictionary of Greek

  • Πρεβιάτι, Γκαετάνο — (Previati, 1852 – 1920). Iταλός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Φλωρεντία. Έπειτα από μία περίοδο αναζητήσεων, κατά την οποία ζωγράφιζε πίνακες με ιστορικά θέματα, στράφηκε προς τον συμβολισμό. Οι πίνακές του διακρίνονται για την λεπτότητα των… …   Dictionary of Greek

  • Φάντι, Γκαετάνο — (Fanti, Μπολόνια 1687 – Βιέννη 1759). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε αξιόλογος και οι τοιχογραφίες του χαρακτηρίζονται από μια ονειρώδη τάση που εγκαινίασε ο Α. Πότζο. Eργάστηκε αρχικά στην πατρίδα του ως διακοσμητής θεάτρου και αργότερα προσκλήθηκε από …   Dictionary of Greek

  • Φιλαντζιέρι Γκαετάνο — (Filangieri, Νάπολη 1752 – Βίκο Εκουένσε 1788). Ιταλός φιλόσοφος και συγγραφέας. Ήταν απόγονος παλαιάς και ευγενούς οικογένειας και σπούδασε νομική. Από το 1777 ήταν στην υπηρεσία του Φερδινάνδου Δ’ και έως το 1783 αξιωματικός του ναυτικού. Τότε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • στιγματογραφία — Ελληνική απόδοση του γαλλικού ζωγραφικού όρου pointillisme, που συνίσταται στην παράθεση μικρών στιγμάτων από καθαρό χρώμα, που τοποθετούνται πάνω στον καμβά σύμφωνα με τον επιστημονικό νόμο των σύγχρονων αντιθέσεων, ανακάλυψη του Γάλλου χημικού… …   Dictionary of Greek

  • βαρκαρόλα — Μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων. Αποτελείται από μια μελωδία που στην αρχή τραγουδιέται σόλο και συνεχίζεται, όπως το γαλλικό κουπλέ (couplet), από χορωδία που τραγουδάει σε ταυτοφωνία. Κατά τον 19o αι.… …   Dictionary of Greek

  • ελίτ — (élite). Γαλλική λέξη που σημαίνει εκλεκτό (από το ρήμα élire, που σημαίνει εκλέγω) και έχει γίνει διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Η μελέτη των μηχανισμών που εξασφαλίζουν στις ε. την απόκτηση …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”